αντροκαλώ
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Verb
[edit]αντροκαλώ • (antrokaló) (past αντροκάλεσα, passive αντροκαλιέμαι, ppp αντροκαλεσμένος)
Conjugation
[edit]This verb needs an inflection-table template.
αντροκαλώ • (antrokaló) (past αντροκάλεσα, passive αντροκαλιέμαι, ppp αντροκαλεσμένος)
This verb needs an inflection-table template.