ανυπακοή
Greek
Noun
ανυπακοή • (anypakoḯ) f (uncountable)
Declension
ανυπακοή
case \ number | singular |
---|---|
nominative | ανυπακοή • |
genitive | ανυπακοής • |
accusative | ανυπακοή • |
vocative | ανυπακοή • |
Synonyms
- απείθεια f (apeítheia)
Derived terms
- πολιτική ανυπακοή f (politikí anypakoḯ, “civil disobedience”)