ανώριμος
Greek
Etymology
From αν- (an-, “un-, a-, im-”) + ώριμος (órimos, “mature, ripe”), a calque of French immature.
Pronunciation
Adjective
ανώριμος • (anórimos) m (feminine ανώριμη, neuter ανώριμο)
- (of fruits, vegetables, seeds etc) unripe, immature (not ready for reaping or gathering)
- ανώριμα φρούτα ― anórima froúta ― unripe fruit
- (figuratively) immature (not grown up in terms of physical appearance, behaviour or thinking)
- ανώριμο παιδί ― anórimo paidí ― immature child
Declension
Declension of ανώριμος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανώριμος • | ανώριμη • | ανώριμο • | ανώριμοι • | ανώριμες • | ανώριμα • |
genitive | ανώριμου • | ανώριμης • | ανώριμου • | ανώριμων • | ανώριμων • | ανώριμων • |
accusative | ανώριμο • | ανώριμη • | ανώριμο • | ανώριμους • | ανώριμες • | ανώριμα • |
vocative | ανώριμε • | ανώριμη • | ανώριμο • | ανώριμοι • | ανώριμες • | ανώριμα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανώριμος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανώριμος, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανωριμότερος • | ανωριμότερη • | ανωριμότερο • | ανωριμότεροι • | ανωριμότερες • | ανωριμότερα • |
genitive | ανωριμότερου • | ανωριμότερης • | ανωριμότερου • | ανωριμότερων • | ανωριμότερων • | ανωριμότερων • |
accusative | ανωριμότερο • | ανωριμότερη • | ανωριμότερο • | ανωριμότερους • | ανωριμότερες • | ανωριμότερα • |
vocative | ανωριμότερε • | ανωριμότερη • | ανωριμότερο • | ανωριμότεροι • | ανωριμότερες • | ανωριμότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ανωριμότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ωριμότατος • | ωριμότατη • | ωριμότατο • | ωριμότατοι • | ωριμότατες • | ωριμότατα • |
genitive | ωριμότατου • | ωριμότατης • | ωριμότατου • | ωριμότατων • | ωριμότατων • | ωριμότατων • |
accusative | ωριμότατο • | ωριμότατη • | ωριμότατο • | ωριμότατους • | ωριμότατες • | ωριμότατα • |
vocative | ωριμότατε • | ωριμότατη • | ωριμότατο • | ωριμότατοι • | ωριμότατες • | ωριμότατα • |
Derived terms
- ανώριμα (anórima, “immaturely”) (adverb)
- ανωρίμαστος (anorímastos, “immature, unripe”)
- ανωριμότητα f (anorimótita, “immaturity”)
Synonyms
- άγουρος (ágouros, “unripe”)
Antonyms
- ώριμος (órimos, “mature, ripe”)
Related terms
- αγουρωπός (agouropós, “almost ripe”)