ανώτατο δικαστήριο

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ανώτατο δικαστήριο (anótato dikastírion (plural ανώτατα δικαστήρια)

  1. (law) supreme court

Declension

[edit]
see: ανώτατο (anótato) and δικαστήριο (dikastírio)

Synonyms

[edit]