αξιολογικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αξιολογικός • (axiologikós) m (feminine αξιολογικη, neuter αξιολογικό)
Declension[edit]
Declension of αξιολογικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αξιολογικός • | αξιολογική • | αξιολογικό • | αξιολογικοί • | αξιολογικές • | αξιολογικά • |
genitive | αξιολογικού • | αξιολογικής • | αξιολογικού • | αξιολογικών • | αξιολογικών • | αξιολογικών • |
accusative | αξιολογικό • | αξιολογική • | αξιολογικό • | αξιολογικούς • | αξιολογικές • | αξιολογικά • |
vocative | αξιολογικέ • | αξιολογική • | αξιολογικό • | αξιολογικοί • | αξιολογικές • | αξιολογικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αξιολογικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αξιολογικός, etc.) |