αποδιαλέγομαι
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Verb
[edit]αποδιαλέγομαι • (apodialégomai) passive (past αποδιαλέχτηκα, ppp αποδιαλεμένος, active αποδιαλέγω)
- passive of αποδιαλέγομαι (apodialégomai)
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form