αποικιακός
Greek
Etymology
From αποικία
Adjective
αποικιακός • (apoikiakós) m (feminine αποικιακή, neuter αποικιακό)
Declension
Declension of αποικιακός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποικιακός • | αποικιακή • | αποικιακό • | αποικιακοί • | αποικιακές • | αποικιακά • |
genitive | αποικιακού • | αποικιακής • | αποικιακού • | αποικιακών • | αποικιακών • | αποικιακών • |
accusative | αποικιακό • | αποικιακή • | αποικιακό • | αποικιακούς • | αποικιακές • | αποικιακά • |
vocative | αποικιακέ • | αποικιακή • | αποικιακό • | αποικιακοί • | αποικιακές • | αποικιακά • |
Related terms
- see: αποικία f (apoikía, “colony”)