αποξενωμένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Perfect participle of αποξενώνομαι (apoxenónomai), passive voice of αποξενώνω (“alienate”).
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]αποξενωμένος • (apoxenoménos) m (feminine αποξενωμένη, neuter αποξενωμένο)
Declension
[edit]Declension of αποξενωμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποξενωμένος • | αποξενωμένη • | αποξενωμένο • | αποξενωμένοι • | αποξενωμένες • | αποξενωμένα • |
genitive | αποξενωμένου • | αποξενωμένης • | αποξενωμένου • | αποξενωμένων • | αποξενωμένων • | αποξενωμένων • |
accusative | αποξενωμένο • | αποξενωμένη • | αποξενωμένο • | αποξενωμένους • | αποξενωμένες • | αποξενωμένα • |
vocative | αποξενωμένε • | αποξενωμένη • | αποξενωμένο • | αποξενωμένοι • | αποξενωμένες • | αποξενωμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποξενωμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποξενωμένος, etc.) |
Synonyms
[edit]- αλλοτριωμένος (allotrioménos)
- απομονωμένος (apomonoménos, “isolated”)
Related terms
[edit]- αποξενωτικός (apoxenotikós, “alienating, estranging”)
Further reading
[edit]- αποξενωμένος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only (abbreviations)], Centre for the Greek language