αποπροσανατολισμός
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αποπροσανατολισμός • (apoprosanatolismós) m (plural αποπροσανατολισμοί)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποπροσανατολισμός (apoprosanatolismós) | αποπροσανατολισμοί (apoprosanatolismoí) |
genitive | αποπροσανατολισμού (apoprosanatolismoú) | αποπροσανατολισμών (apoprosanatolismón) |
accusative | αποπροσανατολισμό (apoprosanatolismó) | αποπροσανατολισμούς (apoprosanatolismoús) |
vocative | αποπροσανατολισμέ (apoprosanatolismé) | αποπροσανατολισμοί (apoprosanatolismoí) |
Related terms
[edit]- see: αποπροσανατολίζω (apoprosanatolízo, “I disorientate”)
Further reading
[edit]- αποπροσανατολισμός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- αποπροσανατολισμός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language