αποτέλεσμα
Greek
Noun
αποτέλεσμα • (apotélesma) n (plural αποτελέσματα)
- result, outcome (sport, election, etc)
- τα αποτελέσματα του τεστ ― ta apotelésmata tou test ― the test results
- effect
Declension
Declension of αποτέλεσμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποτέλεσμα • | αποτελέσματα • |
genitive | αποτελέσματος • | αποτελεσμάτων • |
accusative | αποτέλεσμα • | αποτελέσματα • |
vocative | αποτέλεσμα • | αποτελέσματα • |
Derived terms
- αποτελεσματικά (apotelesmatiká, “effectively”)
- αποτελεσματικός (apotelesmatikós, “effective”)
- αποτελεσματικότητα f (apotelesmatikótita, “efficacy”)