αποτελεσματικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αποτελεσματικός • (apotelesmatikós) m (feminine αποτελεσματική, neuter αποτελεσματικό)
Declension[edit]
Declension of αποτελεσματικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποτελεσματικός • | αποτελεσματική • | αποτελεσματικό • | αποτελεσματικοί • | αποτελεσματικές • | αποτελεσματικά • |
genitive | αποτελεσματικού • | αποτελεσματικής • | αποτελεσματικού • | αποτελεσματικών • | αποτελεσματικών • | αποτελεσματικών • |
accusative | αποτελεσματικό • | αποτελεσματική • | αποτελεσματικό • | αποτελεσματικούς • | αποτελεσματικές • | αποτελεσματικά • |
vocative | αποτελεσματικέ • | αποτελεσματική • | αποτελεσματικό • | αποτελεσματικοί • | αποτελεσματικές • | αποτελεσματικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποτελεσματικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποτελεσματικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
Related terms[edit]
- see: αποτέλεσμα (apotélesma, “effect, result”)