αποχετευτικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αποχετευτικός • (apocheteftikós) m (feminine αποχετευτική, neuter αποχετευτικό)
Declension
[edit]Declension of αποχετευτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποχετευτικός • | αποχετευτική • | αποχετευτικό • | αποχετευτικοί • | αποχετευτικές • | αποχετευτικά • |
genitive | αποχετευτικού • | αποχετευτικής • | αποχετευτικού • | αποχετευτικών • | αποχετευτικών • | αποχετευτικών • |
accusative | αποχετευτικό • | αποχετευτική • | αποχετευτικό • | αποχετευτικούς • | αποχετευτικές • | αποχετευτικά • |
vocative | αποχετευτικέ • | αποχετευτική • | αποχετευτικό • | αποχετευτικοί • | αποχετευτικές • | αποχετευτικά • |
Related terms
[edit]- see: αποχετεύω (apochetévo, “to drain”)
Further reading
[edit]- αποχετευτικός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- αποχετευτικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language