απροσγείωτος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]απροσγείωτος • (aprosgeíotos) m (feminine απροσγείωτη, neuter απροσγείωτο)
Declension
[edit]Declension of απροσγείωτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απροσγείωτος • | απροσγείωτη • | απροσγείωτο • | απροσγείωτοι • | απροσγείωτες • | απροσγείωτα • |
genitive | απροσγείωτου • | απροσγείωτης • | απροσγείωτου • | απροσγείωτων • | απροσγείωτων • | απροσγείωτων • |
accusative | απροσγείωτο • | απροσγείωτη • | απροσγείωτο • | απροσγείωτους • | απροσγείωτες • | απροσγείωτα • |
vocative | απροσγείωτε • | απροσγείωτη • | απροσγείωτο • | απροσγείωτοι • | απροσγείωτες • | απροσγείωτα • |
Further reading
[edit]- απροσγείωτος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language