απόγνωση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]απόγνωση • (apógnosi) f (uncountable)
- despair, desolation
- Synonyms: απελπισμός (apelpismós), απελπισία (apelpisía)
- φέρνω σε απόγνωση ― férno se apógnosi ― I am desolate (literally, “I am carrying despair”)
Declension
[edit] απόγνωση
case \ number | singular | |
---|---|---|
nominative | απόγνωση • | |
genitive | απόγνωσης • | |
accusative | απόγνωση • | |
vocative | απόγνωση • | |
Older or formal genitive singular: απογνώσεως • |