αρματοδρόμος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αρματοδρόμος • (armatodrómos) m (plural αρματοδρόμοι)
- charioteer
- Synonym: αρματηλάτης (armatilátis)
Declension
[edit]Declension of αρματοδρόμος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρματοδρόμος • | αρματοδρόμοι • |
genitive | αρματοδρόμου • | αρματοδρόμων • |
accusative | αρματοδρόμο • | αρματοδρόμους • |
vocative | αρματοδρόμε • | αρματοδρόμοι • |
Related terms
[edit]- αρματοδρομία f (armatodromía, “chariot racing”) and see: άρμα n (árma, “chariot, armour, tank”)
Further reading
[edit]- αρματοδρόμος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language