αρνησίθρησκος
Greek
Noun
αρνησίθρησκος • (arnisíthriskos) m (plural αρνησίθρησκοι)
Declension
Declension of αρνησίθρησκος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρνησίθρησκος • | αρνησίθρησκοι • |
genitive | αρνησίθρησκου • | αρνησίθρησκων • |
accusative | αρνησίθρησκο • | αρνησίθρησκους • |
vocative | αρνησίθρησκε • | αρνησίθρησκοι • |
Synonyms
Related terms
- αρνησιθρησκία f (arnisithriskía, “apostasy”)
Adjective
αρνησίθρησκος • (arnisíthriskos) m (feminine αρνησίθρησκη, neuter αρνησίθρησκο)
Declension
Declension of αρνησίθρησκος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αρνησίθρησκος • | αρνησίθρησκη • | αρνησίθρησκο • | αρνησίθρησκοι • | αρνησίθρησκες • | αρνησίθρησκα • |
genitive | αρνησίθρησκου • | αρνησίθρησκης • | αρνησίθρησκου • | αρνησίθρησκων • | αρνησίθρησκων • | αρνησίθρησκων • |
accusative | αρνησίθρησκο • | αρνησίθρησκη • | αρνησίθρησκο • | αρνησίθρησκους • | αρνησίθρησκες • | αρνησίθρησκα • |
vocative | αρνησίθρησκε • | αρνησίθρησκη • | αρνησίθρησκο • | αρνησίθρησκοι • | αρνησίθρησκες • | αρνησίθρησκα • |
Further reading
Αποστασία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el