αρνητικός
Greek
Adjective
αρνητικός • (arnitikós) m (feminine αρνητική, neuter αρνητικό)
Declension
Declension of αρνητικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αρνητικός • | αρνητική • | αρνητικό • | αρνητικοί • | αρνητικές • | αρνητικά • |
genitive | αρνητικού • | αρνητικής • | αρνητικού • | αρνητικών • | αρνητικών • | αρνητικών • |
accusative | αρνητικό • | αρνητική • | αρνητικό • | αρνητικούς • | αρνητικές • | αρνητικά • |
vocative | αρνητικέ • | αρνητική • | αρνητικό • | αρνητικοί • | αρνητικές • | αρνητικά • |
Synonyms
- αρνητ. (arnit.) (abbreviation)