αρχαιολατρία
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αρχαιολατρία • (archaiolatría) f (usually uncountable, plural αρχαιολατρίες)
Declension
[edit]Declension of αρχαιολατρία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρχαιολατρία • | αρχαιολατρίες • |
genitive | αρχαιολατρίας • | αρχαιολατριών • |
accusative | αρχαιολατρία • | αρχαιολατρίες • |
vocative | αρχαιολατρία • | αρχαιολατρίες • |
Related terms
[edit]- see: αρχαίος (archaíos, “ancient, very old”, adjective)
Further reading
[edit]- αρχαιολατρία, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language