αρχαιολόγος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αρχαιολόγος • (archaiológos) m or f (plural αρχαιολόγοι)
Declension
[edit]Declension of αρχαιολόγος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρχαιολόγος • | αρχαιολόγοι • |
genitive | αρχαιολόγου • | αρχαιολόγων • |
accusative | αρχαιολόγο • | αρχαιολόγους • |
vocative | αρχαιολόγε • | αρχαιολόγοι • |
Related terms
[edit]- see: αρχαιολογία f (archaiología, “archaeology”) and αρχαίος (archaíos, “ancient, very old”, adjective)
Further reading
[edit]- Αρχαιολογία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el