ασυγκάλυπτος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
ασυγκάλυπτος • (asygkályptos) m (feminine ασυγκάλυπτη, neuter ασυγκάλυπτο)
Declension[edit]
Declension of ασυγκάλυπτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασυγκάλυπτος • | ασυγκάλυπτη • | ασυγκάλυπτο • | ασυγκάλυπτοι • | ασυγκάλυπτες • | ασυγκάλυπτα • |
genitive | ασυγκάλυπτου • | ασυγκάλυπτης • | ασυγκάλυπτου • | ασυγκάλυπτων • | ασυγκάλυπτων • | ασυγκάλυπτων • |
accusative | ασυγκάλυπτο • | ασυγκάλυπτη • | ασυγκάλυπτο • | ασυγκάλυπτους • | ασυγκάλυπτες • | ασυγκάλυπτα • |
vocative | ασυγκάλυπτε • | ασυγκάλυπτη • | ασυγκάλυπτο • | ασυγκάλυπτοι • | ασυγκάλυπτες • | ασυγκάλυπτα • |
Further reading[edit]
- ασυγκάλυπτος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.