ασυγχρόνιστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]ασυγχρόνιστος • (asynchrónistos) m (feminine ασυγχρόνιστη, neuter ασυγχρόνιστο)
- (figuratively) old-fashioned
- asynchronous, not synchronous, asynchronised (UK), asynchronized (US)
Declension
[edit]Declension of ασυγχρόνιστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασυγχρόνιστος • | ασυγχρόνιστη • | ασυγχρόνιστο • | ασυγχρόνιστοι • | ασυγχρόνιστες • | ασυγχρόνιστα • |
genitive | ασυγχρόνιστου • | ασυγχρόνιστης • | ασυγχρόνιστου • | ασυγχρόνιστων • | ασυγχρόνιστων • | ασυγχρόνιστων • |
accusative | ασυγχρόνιστο • | ασυγχρόνιστη • | ασυγχρόνιστο • | ασυγχρόνιστους • | ασυγχρόνιστες • | ασυγχρόνιστα • |
vocative | ασυγχρόνιστε • | ασυγχρόνιστη • | ασυγχρόνιστο • | ασυγχρόνιστοι • | ασυγχρόνιστες • | ασυγχρόνιστα • |
Related terms
[edit]- see: σύγχρονος (sýnchronos, “synchronous”)
Further reading
[edit]- ασυγχρόνιστος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language