αυτοκανιβαλισμός
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Etymology[edit]
αυτο- (afto-, “self”) + κανιβαλισμός (kanivalismós, “canibalism”)
Noun[edit]
αυτοκανιβαλισμός • (aftokanivalismós) m (plural αυτοκανιβαλισμοί)
Declension[edit]
declension of αυτοκανιβαλισμός
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αυτοκανιβαλισμός • | αυτοκανιβαλισμοί • |
genitive | αυτοκανιβαλισμού • | αυτοκανιβαλισμών • |
accusative | αυτοκανιβαλισμό • | αυτοκανιβαλισμούς • |
vocative | αυτοκανιβαλισμέ • | αυτοκανιβαλισμοί • |