αυτοκινητοπομπή
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From αυτοκίνητο (aftokínito, “automobile, car”) + -ο- (-o-) + πομπή (pompí, “procession”).[1]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]αυτοκινητοπομπή • (aftokinitopompí) f (plural αυτοκινητοπομπές)
Declension
[edit]Declension of αυτοκινητοπομπή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αυτοκινητοπομπή • | αυτοκινητοπομπές • |
genitive | αυτοκινητοπομπής • | αυτοκινητοπομπών • |
accusative | αυτοκινητοπομπή • | αυτοκινητοπομπές • |
vocative | αυτοκινητοπομπή • | αυτοκινητοπομπές • |
References
[edit]- ^ αυτοκινητοπομπή, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language