αυτόνομος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αυτόνομος • (aftónomos) m (feminine αυτόνομη, neuter αυτόνομο)
Declension
[edit]Declension of αυτόνομος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αυτόνομος • | αυτόνομη • | αυτόνομο • | αυτόνομοι • | αυτόνομες • | αυτόνομα • |
genitive | αυτόνομου • | αυτόνομης • | αυτόνομου • | αυτόνομων • | αυτόνομων • | αυτόνομων • |
accusative | αυτόνομο • | αυτόνομη • | αυτόνομο • | αυτόνομους • | αυτόνομες • | αυτόνομα • |
vocative | αυτόνομε • | αυτόνομη • | αυτόνομο • | αυτόνομοι • | αυτόνομες • | αυτόνομα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αυτόνομος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αυτόνομος, etc.) |