βαθούλωμα
Greek
Etymology
βαθουλώνω (vathoulóno, “to dent”) + -ωμα (-oma).
Noun
βαθούλωμα • (vathoúloma) n (plural βαθουλώματα)
Declension
Declension of βαθούλωμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βαθούλωμα • | βαθουλώματα • |
genitive | βαθουλώματος • | βαθουλωμάτων • |
accusative | βαθούλωμα • | βαθουλώματα • |
vocative | βαθούλωμα • | βαθουλώματα • |
Synonyms
- (pothole): λακκούβα f (lakkoúva)