βαλλίστρα
Greek
Noun
βαλλίστρα • (vallístra) f (plural βαλλίστρες)
Declension
Declension of βαλλίστρα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βαλλίστρα • | βαλλίστρες • |
genitive | βαλλίστρας • | βαλλιστρών • |
accusative | βαλλίστρα • | βαλλίστρες • |
vocative | βαλλίστρα • | βαλλίστρες • |