βεβαιότητα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Ancient Greek βεβαιότης (bebaiótēs). By surface analysis, βέβαιος (vévaios, “sure, certain”) + -ότητα (-ótita, “-ty, -ness”).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]βεβαιότητα • (vevaiótita) f (plural βεβαιότητες)
Declension
[edit]Declension of βεβαιότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βεβαιότητα • | βεβαιότητες • |
genitive | βεβαιότητας • | βεβαιοτήτων • |
accusative | βεβαιότητα • | βεβαιότητες • |
vocative | βεβαιότητα • | βεβαιότητες • |
References
[edit]- βεβαιότητα, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language