βιομηχανία
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From βιο- (vio-, “life”) + μηχανή (michaní, “machine”) + -ία (-ía).
Noun
[edit]βιομηχανία • (viomichanía) f (plural βιομηχανίες)
Declension
[edit]Declension of βιομηχανία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βιομηχανία • | βιομηχανίες • |
genitive | βιομηχανίας • | βιομηχανιών • |
accusative | βιομηχανία • | βιομηχανίες • |
vocative | βιομηχανία • | βιομηχανίες • |
Synonyms
[edit]- βιομηχ. (viomich.) (abbreviation)
Related terms
[edit]- αποβιομηχάνιση f (apoviomichánisi, “deindustrialisation”)
- βιομηχανικός (viomichanikós, “industrial”)
- βιομήχανος m or f (viomíchanos, “industrialist”)
- εκβιομηχάνιση f (ekviomichánisi, “industrialisation”)
- προβιομηχανικός (proviomichanikós, “perindustrial”)
See also
[edit]- εμβιομηχανικής m (emviomichanikís, “biomechanics”)
Further reading
[edit]- βιομηχανία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el