βιοποικιλότητα
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Etymology[edit]
βιο- (vio-) + ποικιλότητα (poikilótita).
Noun[edit]
βιοποικιλότητα • (viopoikilótita) f (plural βιοποικιλότητες)
Declension[edit]
declension of βιοποικιλότητα
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | βιοποικιλότητα • | βιοποικιλότητες • |
genitive | βιοποικιλότητας • | βιοποικιλοτήτων • |
accusative | βιοποικιλότητα • | βιοποικιλότητες • |
vocative | βιοποικιλότητα • | βιοποικιλότητες • |