γαλακτικός
Greek
Adjective
γαλακτικός • (galaktikós) m (feminine γαλακτική, neuter γαλακτικό)
Declension
Declension of γαλακτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | γαλακτικός • | γαλακτική • | γαλακτικό • | γαλακτικοί • | γαλακτικές • | γαλακτικά • |
genitive | γαλακτικού • | γαλακτικής • | γαλακτικού • | γαλακτικών • | γαλακτικών • | γαλακτικών • |
accusative | γαλακτικό • | γαλακτική • | γαλακτικό • | γαλακτικούς • | γαλακτικές • | γαλακτικά • |
vocative | γαλακτικέ • | γαλακτική • | γαλακτικό • | γαλακτικοί • | γαλακτικές • | γαλακτικά • |