γενίκευση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]γενικεύω (genikévo) + -ση (-si). Calque of French généralisation.
Noun
[edit]γενίκευση • (geníkefsi) f (plural γενικεύσεις)
Declension
[edit]Declension of γενίκευση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | γενίκευση • | γενικεύσεις • | |
genitive | γενίκευσης • | γενικεύσεων • | |
accusative | γενίκευση • | γενικεύσεις • | |
vocative | γενίκευση • | γενικεύσεις • | |
Older or formal genitive singular: γενικεύσεως • |
Further reading
[edit]- γενίκευση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language