γνωστοποίηση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from γνωστοποιώ (gnostopoió) + -ση (-si).[1]
Noun
[edit]γνωστοποίηση • (gnostopoíisi) f (plural γνωστοποιήσεις)
- announcement (the act and the result)
Declension
[edit]Declension of γνωστοποίηση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | γνωστοποίηση • | γνωστοποιήσεις • | |
genitive | γνωστοποίησης • | γνωστοποιήσεων • | |
accusative | γνωστοποίηση • | γνωστοποιήσεις • | |
vocative | γνωστοποίηση • | γνωστοποιήσεις • | |
Older or formal genitive singular: γνωστοποιήσεως • |
Related terms
[edit]- γνωστοποιώ (gnostopoió)
See also
[edit]- έκδοση f (ékdosi, “edition, issue”)
References
[edit]- ^ γνωστοποίηση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language