γονιμότητα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Koine Greek γονιμότης (gonimótēs), equivalent to γόνιμος (gónimos, “fertile, fecund”) + -ότητα (-ótita, “-ity, -ness”).
Noun
[edit]γονιμότητα • (gonimótita) f (uncountable)
Declension
[edit] γονιμότητα
case \ number | singular |
---|---|
nominative | γονιμότητα • |
genitive | γονιμότητας • |
accusative | γονιμότητα • |
vocative | γονιμότητα • |
Antonyms
[edit]- στειρότητα f (steirótita, “infertility”)
Coordinate terms
[edit]- ευφορία f (efforía, “fertility of soil”)