γυναικείος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]γυναικείος • (gynaikeíos) m (feminine γυναικεία, neuter γυναικείο)
Declension
[edit]Declension of γυναικείος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | γυναικείος • | γυναικεία • | γυναικείο • | γυναικείοι • | γυναικείες • | γυναικεία • |
genitive | γυναικείου • | γυναικείας • | γυναικείου • | γυναικείων • | γυναικείων • | γυναικείων • |
accusative | γυναικείο • | γυναικεία • | γυναικείο • | γυναικείους • | γυναικείες • | γυναικεία • |
vocative | γυναικείε • | γυναικεία • | γυναικείο • | γυναικείοι • | γυναικείες • | γυναικεία • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο γυναικείος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο γυναικείος, etc.) |
See also
[edit]- θηλυκός (thilykós) (feminine gender, female person or animal)