δεντροτσοπανάκος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- δεντροτσομπανάκος m (dentrotsompanákos) (variant)
Etymology
[edit]δεντρο- (dentro-, “δέντρο "tree"”) + τσοπανάκος (tsopanákos), diminutive of τσοπάνος m (tsopános), a variant of τσοπάνης m (tsopánis, “colloquialm vernacular for "shepherd"”).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]δεντροτσοπανάκος • (dentrotsopanákos) m (plural δεντροτσοπανάκοι)
Declension
[edit]Declension of δεντροτσοπανάκος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δεντροτσοπανάκος • | δεντροτσοπανάκοι • |
genitive | δεντροτσοπανάκου • | δεντροτσοπανάκων • |
accusative | δεντροτσοπανάκο • | δεντροτσοπανάκους • |
vocative | δεντροτσοπανάκο • | δεντροτσοπανάκοι • |
Further reading
[edit]- δεντροτσοπανάκος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el