δημοσιογραφία
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]δημοσιογραφία • (dimosiografía) f (uncountable)
Declension
[edit] δημοσιογραφία
case \ number | singular |
---|---|
nominative | δημοσιογραφία • |
genitive | δημοσιογραφίας • |
accusative | δημοσιογραφία • |
vocative | δημοσιογραφία • |
Further reading
[edit]- δημοσιογραφία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el