δημοσκόπηση
Greek
Noun
δημοσκόπηση • (dimoskópisi) f (plural δημοσκοπήσεις)
Declension
declension of δημοσκόπηση
case \ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | δημοσκόπηση • | δημοσκοπήσεις • | |
genitive | δημοσκόπησης • | δημοσκοπήσεων • | |
accusative | δημοσκόπηση • | δημοσκοπήσεις • | |
vocative | δημοσκόπηση • | δημοσκοπήσεις • | |
Older or formal genitive singular: δημοσκοπήσεως • |