διαποδιαμορφωτής
Greek
[edit]Noun
[edit]διαποδιαμορφωτής • (diapodiamorfotís) m (plural διαποδιαμορφωτές)
Declension
[edit]Declension of διαποδιαμορφωτής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διαποδιαμορφωτής • | διαποδιαμορφωτές • |
genitive | διαποδιαμορφωτή • | διαποδιαμορφωτών • |
accusative | διαποδιαμορφωτή • | διαποδιαμορφωτές • |
vocative | διαποδιαμορφωτή • | διαποδιαμορφωτές • |