δολοφονημένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Perfect participle of δολοφονούμαι (dolofonoúmai), passive voice of δολοφονώ (“I murder”).
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]δολοφονημένος • (dolofoniménos) m (feminine δολοφονημένη, neuter δολοφονημένο)
Declension
[edit]Declension of δολοφονημένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δολοφονημένος • | δολοφονημένη • | δολοφονημένο • | δολοφονημένοι • | δολοφονημένες • | δολοφονημένα • |
genitive | δολοφονημένου • | δολοφονημένης • | δολοφονημένου • | δολοφονημένων • | δολοφονημένων • | δολοφονημένων • |
accusative | δολοφονημένο • | δολοφονημένη • | δολοφονημένο • | δολοφονημένους • | δολοφονημένες • | δολοφονημένα • |
vocative | δολοφονημένε • | δολοφονημένη • | δολοφονημένο • | δολοφονημένοι • | δολοφονημένες • | δολοφονημένα • |