εκεχειρία
Jump to navigation
Jump to search
See also: ἐκεχειρία
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek ἐκεχειρία (ekekheiría).
Noun
[edit]εκεχειρία • (ekecheiría) f (plural εκεχειρίες)
Declension
[edit]Declension of εκεχειρία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εκεχειρία • | εκεχειρίες • |
genitive | εκεχειρίας • | εκεχειριών • |
accusative | εκεχειρία • | εκεχειρίες • |
vocative | εκεχειρία • | εκεχειρίες • |
Further reading
[edit]- εκεχειρία, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language