ενοχλητικότητα
Greek
Etymology
ενοχλητικός (enochlitikós, “annoying”) + -ότητα (-ótita). First attested 1890.
Pronunciation
Noun
ενοχλητικότητα • (enochlitikótita) f (plural ενοχλητικότητες)
- annoyingness, bothersomeness, peskiness
- Η ενοχλητικότητά του είναι γιατί δεν τον αφήνουν να παίξει με τα αλλά παιδιά.
- I enochlitikótitá tou eínai giatí den ton afínoun na paíxei me ta allá paidiá.
- His peskiness is why they don't let him play with other children.
Declension
Declension of ενοχλητικότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ενοχλητικότητα • | ενοχλητικότητες • |
genitive | ενοχλητικότητας • | ενοχλητικοτήτων • |
accusative | ενοχλητικότητα • | ενοχλητικότητες • |
vocative | ενοχλητικότητα • | ενοχλητικότητες • |