ενόχληση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Koine Greek ἐνόχληση (enókhlēsē), from ἐνοχλῶ (enokhlô, “to annoy”).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]ενόχληση • (enóchlisi) f (plural ενοχλήσεις)
- annoyance, bother, nuisance, trouble, disturbance
- Συγγνώμη για την ενόχληση.
- Syngnómi gia tin enóchlisi.
- Sorry for the disturbance.
- Οι γείτονες με την δυνατή μουσική είναι μια διαρκής ενόχληση.
- Oi geítones me tin dynatí mousikí eínai mia diarkís enóchlisi.
- The neighbours with the loud music are a constant annoyance.
- (medicine) ailment, discomfort, complaint (bodily or mental)
- Όλο παραπονιέται για διάφορες ενοχλήσεις.
- Ólo paraponiétai gia diáfores enochlíseis.
- He's always complaining about various ailments.
Declension
[edit]Declension of ενόχληση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | ενόχληση • | ενοχλήσεις • | |
genitive | ενόχλησης • | ενοχλήσεων • | |
accusative | ενόχληση • | ενοχλήσεις • | |
vocative | ενόχληση • | ενοχλήσεις • | |
Older or formal genitive singular: ενοχλήσεως • |
Synonyms
[edit]- ενόχλημα n (enóchlima, “ailment”)
Related terms
[edit]- ενοχλώ (enochló, “to annoy”)
- ενοχλητικός (enochlitikós, “annoying”)