εξωσυζυγικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from εξω- (exo-) + συζυγικός (syzygikós), a calque of French extraconjugal.[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]εξωσυζυγικός • (exosyzygikós) m (feminine εξωσυζυγική, neuter εξωσυζυγικό)
Declension
[edit]Declension of εξωσυζυγικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εξωσυζυγικός • | εξωσυζυγική • | εξωσυζυγικό • | εξωσυζυγικοί • | εξωσυζυγικές • | εξωσυζυγικά • |
genitive | εξωσυζυγικού • | εξωσυζυγικής • | εξωσυζυγικού • | εξωσυζυγικών • | εξωσυζυγικών • | εξωσυζυγικών • |
accusative | εξωσυζυγικό • | εξωσυζυγική • | εξωσυζυγικό • | εξωσυζυγικούς • | εξωσυζυγικές • | εξωσυζυγικά • |
vocative | εξωσυζυγικέ • | εξωσυζυγική • | εξωσυζυγικό • | εξωσυζυγικοί • | εξωσυζυγικές • | εξωσυζυγικά • |
References
[edit]- ^ εξωσυζυγικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language