επιγλωττίδα
Greek
Etymology
From (deprecated template usage) [etyl] Ancient Greek ἐπιγλωττίς (epiglōttís), from ἐπί (epí, “on”) + γλωττίς (glōttís, “glottis”).
Noun
επιγλωττίδα • (epiglottída) f (plural επιγλωττίδες)
Declension
Declension of επιγλωττίδα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επιγλωττίδα • | επιγλωττίδες • |
genitive | επιγλωττίδας • | επιγλωττίδων • |
accusative | επιγλωττίδα • | επιγλωττίδες • |
vocative | επιγλωττίδα • | επιγλωττίδες • |