επιτηδειότητα

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

επιτήδειος (epitídeios, skillful) +‎ -ότητα (-ótita, -ness).

Noun

[edit]

επιτηδειότητα (epitideiótitaf (plural επιτηδειότητες)

  1. skilfulness
    Antonym: ανεπιτηδειότητα (anepitideiótita)

Declension

[edit]
[edit]