εργατικότητα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]εργατικός (ergatikós, “diligent, industrious, hard-working”) + -ότητα (-ótita, “-ity, -ness”). First attested 1851.
Noun
[edit]εργατικότητα • (ergatikótita) f (uncountable)
Declension
[edit] εργατικότητα
case \ number | singular |
---|---|
nominative | εργατικότητα • |
genitive | εργατικότητας • |
accusative | εργατικότητα • |
vocative | εργατικότητα • |
Related terms
[edit]- see: έργο n (érgo, “work”)