ετήσιος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From έτος (étos, “year”); see Ancient Greek ἐτήσιος (etḗsios).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]ετήσιος • (etísios) m (feminine ετήσια, neuter ετήσιο)
Declension
[edit]Declension of ετήσιος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ετήσιος • | ετήσια • | ετήσιο • | ετήσιοι • | ετήσιες • | ετήσια • |
genitive | ετήσιου • | ετήσιας • | ετήσιου • | ετήσιων • | ετήσιων • | ετήσιων • |
accusative | ετήσιο • | ετήσια • | ετήσιο • | ετήσιους • | ετήσιες • | ετήσια • |
vocative | ετήσιε • | ετήσια • | ετήσιο • | ετήσιοι • | ετήσιες • | ετήσια • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ετήσιος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ετήσιος, etc.) |
See also
[edit]- εβδομαδιαίος (evdomadiaíos, “weekly”)
- ημερήσιος (imerísios, “daily”)
- μηνιαίος (miniaíos, “monthly”)
- ωριαίος (oriaíos, “hourly”)
Further reading
[edit]- ετήσιος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language