ζαχαροδιαβήτης
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ζαχαροδιαβήτης • (zacharodiavítis) m (plural ζαχαροδιαβήτες)
Declension
[edit]Declension of ζαχαροδιαβήτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ζαχαροδιαβήτης • | ζαχαροδιαβήτες • |
genitive | ζαχαροδιαβήτη • | ζαχαροδιαβητών • |
accusative | ζαχαροδιαβήτη • | ζαχαροδιαβήτες • |
vocative | ζαχαροδιαβήτη • | ζαχαροδιαβήτες • |
Synonyms
[edit]Further reading
[edit]- διαβήτης on the Greek Wikipedia.Wikipedia el