Jump to content

ζαχαροπλάστης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ζαχαροπλάστης (zacharoplástism (plural ζαχαροπλάστες, feminine ζαχαροπλάστρια or ζαχαροπλάστισσα)

  1. confectioner

Declension

[edit]
Declension of ζαχαροπλάστης
singular plural
nominative ζαχαροπλάστης (zacharoplástis) ζαχαροπλάστες (zacharoplástes)
genitive ζαχαροπλάστη (zacharoplásti) ζαχαροπλαστών (zacharoplastón)
accusative ζαχαροπλάστη (zacharoplásti) ζαχαροπλάστες (zacharoplástes)
vocative ζαχαροπλάστη (zacharoplásti) ζαχαροπλάστες (zacharoplástes)
[edit]
see also: ζάχαρη f (záchari, table sugar)