ζημιογόνος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from ζημί(α) (zimí(a)) + -ο- (-o-) + -γόνος (-gónos).[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]ζημιογόνος • (zimiogónos) m (feminine ζημιογόνος or ζημιογόνα, neuter ζημιογόνο)
Declension
[edit]Declension of ζημιογόνος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ζημιογόνος • | ζημιογόνος • / ζημιογόνα • | ζημιογόνο • | ζημιογόνοι • | ζημιογόνοι • / ζημιογόνες • | ζημιογόνα • |
genitive | ζημιογόνου • | ζημιογόνου • / ζημιογόνας • | ζημιογόνου • | ζημιογόνων • | ζημιογόνων • | ζημιογόνων • |
accusative | ζημιογόνο • | ζημιογόνο • / ζημιογόνα • | ζημιογόνο • | ζημιογόνους • | ζημιογόνους • / ζημιογόνες • | ζημιογόνα • |
vocative | ζημιογόνε • | ζημιογόνε • / ζημιογόνα • | ζημιογόνο • | ζημιογόνοι • | ζημιογόνοι • / ζημιογόνες • | ζημιογόνα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ζημιογόνος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ζημιογόνος, etc.) |
References
[edit]- ^ ζημιογόνος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language